ἐμβολή — putting in fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμβολή — Απόφραξη αιμοφόρου αγγείου από έμβολο που μπορεί να είναι στερεό, υγρό και αέριο και έχει μεταφερθεί στη θέση αυτή με την κυκλοφορία του αίματος, σε αντίθεση με τη θρόμβωση, όπου ο θρόμβος σχηματίστηκε στη θέση της απόφραξης. Τα στερεά έμβολα τις … Dictionary of Greek
εμβολή — η 1. στρατιωτική εισβολή, επιδρομή. 2. (ναυτ.), α. το τυχαίο τρακάρισμα πλοίων από κακό χειρισμό, σύγκρουση. β. η πρόσκρουση πολεμικού πλοίου πάνω σε εχθρικό με το έμβολο ή την πλώρη με σκοπό την καταβύθισή του ή και η έφοδος, που ακολουθεί, του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐμβολῇ — ἐμβολῆι , ἐμβολεύς anything put in masc dat sg (epic ionic) ἐμβολή putting in fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεριώδης εμβολή — Η απόφραξη μιας αρτηρίας από φυσαλίδες αέρα, που έχουν μπει στο αίμα στη διάρκεια της εγχείρησης ή μετά από τραυματισμό, από ατύχημα ή σε ατύχημα πίεσης (στην περίπτωση π.χ. των δυτών) … Dictionary of Greek
ἐμβολαῖς — ἐμβολή putting in fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβολαί — ἐμβολή putting in fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβολήν — ἐμβολή putting in fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβολῶν — ἐμβολή putting in fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμβολο — Μηχανικό όργανο το οποίο, στις μηχανές εναλλασσόμενης κίνησης, παλινδρομεί στο εσωτερικό του κυλίνδρου και χρησιμεύει στη μετατροπή της πίεσης ενός υγρού σε μηχανική ενέργεια ή αντίστροφα. Στις μηχανές διπλής δράσης (π.χ. στις ατμομηχανές) το έ.… … Dictionary of Greek
έμφραγμα — Νέκρωση ενός ιστού που οφείλεται σε διακοπή ή ελάττωση της αρτηριακής αιμάτωσής του. Το αίτιο συνίσταται στην απόφραξη μιας αρτηρίας από θρόμβωση, εμβολή ή κοκκιωματώδη επεξεργασία των τοιχωμάτων της. Το έ. επέρχεται όταν η αρτηρία που έχει… … Dictionary of Greek